- αβάσταχτος
- intolérable
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αβάσταχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να βαστάξει κανείς, πολύ βαρύς: Το φορτίο αυτό ήταν αβάσταχτο για τους ώμους του. 2. ανυπόφορος: Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. 3. ασυγκράτητος: Αβάσταχτος πια χύθηκε στη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβίωτος — η, ο (Α αβίωτος, ον) [βιῶ] αφόρητος, αβάσταχτος, δυστυχής (ως επίθετο τού βίος) … Dictionary of Greek
αβασταξιά — και αβασταγιά, η το να μη μπορεί κανείς να περιμένει, έλλειψη υπομονής, ανυπομονησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβάσταχτος ο β τ. < αβάσταγος] … Dictionary of Greek
αγιάτρευτος — η, ο [γιατρεύω] 1. αυτός που δεν γιατρεύτηκε ακόμα ή που δεν είναι δυνατόν να γιατρευτεί, ο αθεράπευτος 2. ανυπόφορος, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
ανταγιάντιστος — η, ο ανυπόφορος, αβάσταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νταγιαντίζω «υπομένω, υποφέρω, βαστώ»] … Dictionary of Greek
ανυπόφορος — η, ο (Μ ἀνυπόφορος, ον) αφόρητος, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
ανύποιστος — ἀνύποιστος, ον (Α) αφόρητος, ανυπόφορος, αβάσταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υποιστός (< υποφέρω) «υποφερτός, ανεκτός»] … Dictionary of Greek
αφόρητος — η, ο (AM ἀφόρητος, ον) ανυπόφορος, αβάσταχτος αρχ. 1. ακαταμάχητος 2. αφόρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορητός < φορώ ( έω) < φέρω] … Dictionary of Greek
δυσαχθής — δυσαχθής, ές (AM) επαχθής, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
δυσβάστακτος — και δυσβάσταχτος, η, ο (AM δυσβάστακτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας τού βάρους του («φορτία δυσβάστακτα») 2. αφόρητος, καταθλιπτικός, αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι») … Dictionary of Greek
ανυπόφορος — ανυπόφορος, η, ο και ανυπόφερτος, η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να υποφέρει, να βαστάξει, αβάσταχτος: Τις τελευταίες μέρες η ζέστη έχει γίνει ανυπόφορη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)